Ο μουσουλμάνος (διήγημα)

Της Ελευθερίας Μηλάκη

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό στην Αθήνα. Στο σταθμό του μετρό ένα νεαρό και όμορφο ζευγάρι φαίνεται να έχει ξεχάσει τον κόσμο γύρω του. Σε λίγη ώρα βρίσκομαι στην περιοχής της Αγίας Παρασκευής. Κάθομαι σε ένα παγκάκι σε μια μικρή πλατεία, ανοίγω το τάπερ, αλλά πριν προλάβω να καταβροχθίσω ένα γρήγορο πικνικ δέχομαι επίθεση από σφήκες. Αυτό συνέβη ξανά και ξανά, μόνο που οι ιδιοκτήτες καταστημάτων φαγητού και ποτού τις λένε κατ’ ευφημισμόν «μέλισσες». Α, μια μέλισσα, λέγανε χαριτωμένα. 

Περνώντας με το ταξί μπροστά από ένα σπίτι με ψηλό τοίχο, η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή και φαινόταν ένα κλουβί με ένα αρκετά μεγάλο κάτασπρο πουλί. Πρέπει να προέρχεται από λαθρεμπόριο άγριων ζώων. Δεν είναι παπαγάλος, δεν είναι περιστέρι… Και όμως! Υπάρχει… Ας περάσουμε όμορφα το πρώτο απόγευμα στην Αθήνα και ας αφήσουμε στην άκρη την αρνητική διάθεση. Έχω δει σε περιοδικά γαστρονομίας ένα ζαχαροπλαστείο όχι πολύ μακριά από εδώ. Πάμε λοιπόν. Έχουμε χρόνο και για ένα καφέ. Τι όμορφο μαγαζί – όλα ψεύτικα, ροζ λουλούδια, ροζ φωτάκια, το αγαπημένο χρώμα των γυναικών υποτίθεται. Το λευκό κοράκι είχε μια μαγική ιδιότητα. Μπορούσε να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο όσο συχνά ήθελε. Ο μαγικός άνθρωπος – κοράκι ονομαζόταν Αχμέτ και πραγματοποιούσε μια αποστολή για τον εργοδότη του, νησιώτη επιχειρηματία του τουρισμού. Ο ζηλιάρης σύζυγος είχε αναθέσει στον Αχμέτ να παρακολουθήσει την όμορφη νύφη, για την περίπτωση που ήταν άπιστη. Δεν το ξέρατε; Έτσι κάνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια τα λευκά κοράκια. Εργάζονται ως ντετέκτιβ για τέτοιου είδους περιπτώσεις.  Ένας ντετέκτιβ με φτερά. 

Στο ροζ καφέ ήταν η Πετρούλα με κάτι φίλες της. Η Πετρούλα ήταν από εκείνες τις γυναίκες που είναι όμορφες. Και ποια δεν μπορεί να έχει δηλαδή μια φροντισμένη εμφάνιση, ανεξαρτήτως σωματότυπου, ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμα και σε περίπτωση που δίνεις μάχη με μια σοβαρή ασθένεια… Στα σαράντα της λοιπόν η Πετρούλα ήταν αρκετά όμορφη με τον τρόπο που πρέπει να είναι οι όμορφες. Λεπτή, καλογυμνασμένη, πάντα γλυκιά και ευγενική σε σημείο που να υποπτεύεσαι ότι υποκρίνεται, πάντα ντυμένη κομψά, πάντα περιποιημένη. Της ήταν εξαιρετικά εύκολο να προσελκύει τα βλέμματα, είχε την απαραίτητη εκείνη άνευ ιδιαίτερου λόγου αυτοπεποίθηση. Και όμως ήταν σπουδασμένη. Είχε σπουδάσει νομική, όμως το βασικό της προσόν ήταν η αυτοπεποίθηση που λέγαμε. Ένα είδος θράσους, θάρρους, δεν ξέρω. Δούλευε σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Δεν είχε διαβάσει ποτέ της ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Δεν διάβαζε εφημερίδες. Σπούδασε όσο ακριβώς χρειαζόταν για να αποκατασταθεί επαγγελματικά και για να είναι καλύτερη νύφη, ώστε να αποκατασταθεί και κοινωνικά. 

Εκείνη τη στιγμή, ενώ αυτές γελούσαν, μιλούσαν και έπιναν καφέδες με γεύση λεβάντα είδα τον Αχμέτ να ίπταται από πάνω τους με το άλογό του, ένα ροζ μικρό μου πόνυ με πολύχρωμη χαίτη και ουρά. Η δουλειά του γινόταν πιο εύκολη, καθώς συνεργαζόταν με τη Γριά Μάγισσα. Το εργαστήριό της ήταν σε ένα υπόγειο στο Μετς. Η γριά μάγισσα ήταν κοσμοπολίτισσα! Πουλούσε όμορφα διακοσμητικά αντικείμενα, αντίκες, κοσμήματα, εργόχειρα. Υπερβολικά λεπτή, σαν ζωντανή μούμια, μελαχρινή, φορτωμένη με βραχιόλια, δαχτυλίδια και κολιέ σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεχόταν επίσης άτομα στα οποία πρόσφερε συμβουλευτική για προσωπικές τους υποθέσεις. Στο χώρο περιδιάβαιναν οι τρεις γάτες της: Η Μπλε, η Πράσινη και η Κόκκινη. Ένα κρυστάλλινο παλιό ρολόι δέσποζε πάνω σε ένα ράφι, χωρίς να έχει χάσει την αστραφτερή του λάμψη. Από εκεί είχε περάσει ο Αχμέτ για να ζητήσει βοήθεια για την αποστολή του. Η όμορφη λογικά μπορεί να γίνει άπιστη. Τι στην ευχή, μια άσχημη ποιος τη θέλει. Λογικό. 

Η κυρία Πετρούλα είχε περάσει πρόσφατα από εδώ. Μια δροσερή παρουσία με μακριές καστανές μπούκλες, μεγάλα μάτια, καλοκαμωμένο σώμα, απλό, αλλά προσεγμένο ντύσιμο. Την ξέρω. Είναι παντρεμένη με έναν επιχειρηματία, ο οποίος ενώ στην αρχή ήταν ενθουσιασμένος να περιφέρει το τρόπαιο, που ήταν όμορφη και μορφωμένη υποτίθεται, γρήγορα άρχισε να την παραμελεί, να αδιαφορεί για εκείνη και όταν του μιλούσε δεν σήκωνε λέξη… Ξέρεις, πολλές μετανιώνουν για τις επιλογές τους, όμως η μοναξιά είναι μοναξιά και όταν ο ενθουσιασμός ξεθωριάσει δεν έχει σημασία αν ήταν αφεντικό ή εργάτης! Και τέλος πάντων της έδωσα εγώ τη συμβουλή μου. «Στο χωριό μου λένε, κεράτωνε τον άντρα σου και μάγια μην του κάνεις». Όσο για μάγια μπορούμε να το κανονίσουμε, δεν είναι ανάγκη όμως, της είπα. Ο αποξενωμένος σύντροφος, ο σκληρός, θέλει να σε βλέπει ευτυχισμένη. Χαρούμενη. Χαρωπή! Δεν θέλει να σε κάνει ευτυχισμένη, αλλά να σε βλέπει ευτυχισμένη με κάτι άλλο και να μην τον ενοχλείς πολύ. Πρέπει μόνη σου να γίνεις ευτυχισμένη δηλαδή. Υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από αυτό; Και δεν σου λέω να τον απατάς κυριολεκτικά. Όχι κατ’ ανάγκη. Σου λέω να βρίσκεις ευχάριστα πράγματα να απασχολείσαι. Διάβασμα ας πούμε, πλέξιμο… Γιατί όχι! Να πλέκεις σαν γριά.  Κοίτα εγώ τι έφτιαξα εδώ: Κέντησα τις τρεις γάτες πάνω σε έναν καμβά και το χρησιμοποιώ ως σελιδοδείκτη. Φυσικά την προειδοποίησα να προσέχει, γιατί αν καταλάβει ότι η πηγή της ευτυχίας της έχει κάτι το περίεργο, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει… Κάτι τέτοιοι…

  • Εμένα με ενδιαφέρει να πω στο αφεντικό τι γίνεται με τη γυναίκα του. Δώσε μου ένα δυο γούρια και βλέπουμε… Τι είναι αυτό;
  • Σταυρός.
  • Μάλιστα. Αυτό μας έλειπε τώρα… Και αυτό;
  • Είναι τάμα για την διατήρηση της παντοτινής αγάπης ανάμεσα στο αφεντικό σου και την κυρία Πετρούλα…

Οι κυρίες στην καφετέρια δεν μπορούσαν να τουν δουν, έτσι όπως κατέβηκε και τοποθέτησε τα γούρια στην επώνυμη τσάντα της Πετρούλας. 

Επιστρέφοντας το βράδυ στο σπίτι βρήκε τα πράγματα στην τσάντα. Θα καλέσω τον Αχμέτ να με βοηθήσει στον κήπο και στις δουλειές του σπιτιού αύριο. Είναι ωραίο να έχεις ένα δούλο, συγνώμη, εννοούσα «βοηθό», που δεν θεωρεί ότι τον εκμεταλλεύεσαι ή ότι τον υποτιμάς. Έτσι και αλλιώς το μόνο που χρειάζομαι είναι λίγη συντροφιά, λίγη καλή διάθεση, με μιά παρουσία εκεί γύρω τις δουλειές τις κάνω και μόνη μου! Δεν ξέρει ο εργάτης πόσο λίγα παίρνει για αυτά που δίνει, αλλά έτσι και αλλιώς υπάρχουν και άλλοι που έχουν μεγάλη ανάγκη για δουλειά και στο εξής υπάρχουν και τα ρομπότ. Ένα ρομπότ δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα ανθρώπινο πλάσμα, και όμως το ανθρώπινο πλάσμα δέχεται τόση υποτίμηση που ξεχνάει πόσο αξίζει. Πώς να μην νιώσει υποτιμημένο όταν όλα καίγονται, όλα βουλιάζουν στις λάσπες και όταν για ένα χειρουργείο σε έχουν επί χρόνια στο περίμενε. Ο Β. Π. ήταν μετανάστης της Γερμανίας, δούλευε σε εργοστάσια και έκανε δουλειές στο σπίτι και στον κήπο του αφεντικού. Ήταν τόσο πλούσιος που η σύζυγος του ήταν επώνυμο μοντέλο – σταρλετ της εποχής. Ήταν πάντα πολύ καλή μαζί του. Έπαθε καρκίνο στα εβδομήντα του. Με όλες τις οικονομίες της οικογένειας τον πήγαν εκεί που πάνε και οι πρωην βασιλιάδες. Λίγο πριν πεθάνει, εξηγούσε ενθουσιασμένος στους ανθρώπους που πήγαιναν να τον επισκεφτούν, ότι από το δωμάτιό του έβλεπε «πιάτο» την Αθήνα. Δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του διακοπές. 

Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ο Αχμέτ ντυμένος έτσι, καλά, σαν να ετομαζόταν να βγει με φίλους. Καθαριστής, κηπουρός, ξέρει να μαγειρεύει, δείχνει έτσι και καλός, φιλικός… Ποτέ μην κρίνεις από αυτό που δείχνει κάποιος, μπορεί να είναι διάβολος μεταμορφωμένος. Παρένθεση αυτό. Είχε ακόμα τα γλυκά στο ψυγείο.

  • Να σε κεράσω κάτι; Μία λέμον πάι, μία λεμονάδα;
  • Νίμπου – Πάνι… Λέμο – νάδα!

Όταν το κυρία είναι χαρούμενο φαίνεται πολύ γυαλίζει, σκεφτόταν ο Αχμέτ.

Τι να του έλεγε τώρα του αφεντικού; Φαίνεται πως τελικά ακόμα και οι όμορφες έχουν συναισθήματα… 

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί